σοφόνους
From LSJ
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
English (LSJ)
-ουν, contr. for σοφόνοος.
French (Bailly abrégé)
v. σοφόνοος.
Greek Monolingual
-ουν, και ασυναίρ. τ. σοφόνοος, -οον, Α
νουνεχής, συνετός, μυαλωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + -νους (< νοῦς), πρβλ. κρυφόνους].
Middle Liddell
σοφό-νους, ουν,
wise-minded, Luc.
German (Pape)
zusammengezogen aus σοφόνοος.