συγγυμνασία

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγυμνᾰσία Medium diacritics: συγγυμνασία Low diacritics: συγγυμνασία Capitals: ΣΥΓΓΥΜΝΑΣΙΑ
Transliteration A: syngymnasía Transliteration B: syngymnasia Transliteration C: syggymnasia Beta Code: suggumnasi/a

English (LSJ)

ἡ,
A common exercise, τῶν αἰσθήσεων Placit.4.2.8, cf. LXX Wi.8.18; strain of copulation, Zeno Stoic.1.36.
2 experience, training, Dsc.1.42, Sor.1.3, Marcellin.Puls.164.

German (Pape)

[Seite 963] ἡ, gemeinschaftliche Übung; S. Emp. adv. gramm. 61; Plut. öfter.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
exercice en commun.
Étymologie: συγγυμνάζω.

Russian (Dvoretsky)

συγγυμνᾰσία:совместное упражнение или развитие (τῶν αἰσθήσεων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συγγυμνασία: ἡ, κοινὴ γυμνασία, ἄσκησις, αἰσθήσεων Πλούτ. 2. 808Β, 905Β, κλπ.

Greek Monolingual

ἡ, Α συγγυμνάζω
1. η από κοινού, η συνολική άσκηση («συγγυμνασίαν αἰσθήσεων», Πλούτ.)
2. εκγύμναση, εξάσκηση
3. εξαναγκασμός σε συνουσία.