συγγυμνασία
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
ἡ,
A common exercise, τῶν αἰσθήσεων Placit.4.2.8, cf. LXX Wi.8.18; strain of copulation, Zeno Stoic.1.36.
2 experience, training, Dsc.1.42, Sor.1.3, Marcellin.Puls.164.
German (Pape)
[Seite 963] ἡ, gemeinschaftliche Übung; S. Emp. adv. gramm. 61; Plut. öfter.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
exercice en commun.
Étymologie: συγγυμνάζω.
Russian (Dvoretsky)
συγγυμνᾰσία: ἡ совместное упражнение или развитие (τῶν αἰσθήσεων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συγγυμνασία: ἡ, κοινὴ γυμνασία, ἄσκησις, αἰσθήσεων Πλούτ. 2. 808Β, 905Β, κλπ.
Greek Monolingual
ἡ, Α συγγυμνάζω
1. η από κοινού, η συνολική άσκηση («συγγυμνασίαν αἰσθήσεων», Πλούτ.)
2. εκγύμναση, εξάσκηση
3. εξαναγκασμός σε συνουσία.