συγκηδεύω
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
join in burying, Phylarch.26 J.; bury along with, πλοῦτόν τινι πολύν J.AJ7.15.3, cf. Suid. s.v. δανάκη: metaph., κακὰ συγκηδευόμενά τινι Plu.2.114e.
German (Pape)
[Seite 967] mit, zugleich, zusammen besorgen, bestatten, neben συνεκφέρω Ath. XIII, 606, e.
French (Bailly abrégé)
ensevelir ensemble.
Étymologie: σύν, κηδεύω.
Russian (Dvoretsky)
συγκηδεύω: хоронить вместе (τινί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συγκηδεύω: κηδεύω ὁμοῦ, συνθάπτω, Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606F· μεταφορ., κακὰ συγκηδευόμενά τινι Πλούτ. 2. 114E, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. δανάκη.
Greek Monolingual
ΜΑ
θάβω ένα πράγμα μαζί με κάποιον («πλοῦτον ἄφθονον αὐτῷ συνεκήδευσεν», Ζωναρ.)
αρχ.
θάβω μαζί δύο ή περισσότερους νεκρούς.