συμφανής

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφᾰνής Medium diacritics: συμφανής Low diacritics: συμφανής Capitals: ΣΥΜΦΑΝΗΣ
Transliteration A: symphanḗs Transliteration B: symphanēs Transliteration C: symfanis Beta Code: sumfanh/s

English (LSJ)

συμφανές, manifest, evident, σ. ποιεῖν τι Arist.Pr.922a17, cf. SIG559.24 (Megalop., iii B.C., found at Magn. Mae.), al.; σ. ἐστιν ἐκ τοῦ λόγου Arist.EN1099b25, cf.de An.405b22; σ. γενέσθαι or γεγονέναι, Plb.2.25.5, Ezek.Exag.54, SIG601.16 (Teos, ii B.C.), Aristeas 91, BGU1785.14 (i B.C.), Gal.18(2).532; μὴ σ. ᾖ τοῖς πολεμίοις Ph.Bel. 82.27; συμφανεῖς εἰσι παρηγμέναι are evidently derived, A.D.Pron. 103.18: Comp. συμφανέστερος Thphr. CP 3.18.2.

German (Pape)

[Seite 991] ές, zugleich erscheinend, sichtbar, deutlich; Arist. eth. 1, 9, 7 probl. 19, 44; Pol. 2, 25, 5 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
visible de toutes parts ; manifeste, évident.
Étymologie: συμφαίνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-φανής -ές [σύν, φαίνω] geheel duidelijk, helemaal zichtbaar.

Russian (Dvoretsky)

συμφᾰνής: ясно видный, совершенно ясный, очевидный Arst., Polyb.

Greek Monolingual

-ές, Α συμφαίνομαι
εμφανής, καταφανής, προφανής.

Greek Monotonic

συμφᾰνής: -ές (φανῆναι), αυτός που φανερώνεται την ίδια στιγμή, καταφανής, ολοφάνερος, πασίδηλος, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

συμφᾰνής: -ές, ὁ συγχρόνως φανερός, κατάδηλος, καταφανής, σ. ποιεῖν τι Ἀριστ. Προβλ. 19. 43· συμφανές ἐστιν ἐκ τοῦ λόγου ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 9, 7, π. Ψυχ. 1. 2, 25, κ. ἀλλ.· σ. γενέσθαι ἢ γεγονέναι Πολύβ. 2. 25, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 3025· ― Συγκρ. -έστερος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2.

Middle Liddell

συμ-φᾰνής, ές [φανῆναι]
manifest at the same time, quite manifest, Arist.