συνδειπνέω

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδειπνέω Medium diacritics: συνδειπνέω Low diacritics: συνδειπνέω Capitals: ΣΥΝΔΕΙΠΝΕΩ
Transliteration A: syndeipnéō Transliteration B: syndeipneō Transliteration C: syndeipneo Beta Code: sundeipne/w

English (LSJ)

dine or sup with, συνδειπνέω τῷ λῶντι Epich.35, cf. X.HG4.1.6; μετά τινων Is.3.14, Test. ap. D.21.121: abs., dine or sup with others or together, Pl.Smp. 174e, 217c, X.Cyr.4.5.9, Lys.1.22, PTeb.43.18 (ii B.C.), etc.; οἱ συνδειπνοῦντες the members of a picnic party, X.Mem.3.14.2.

German (Pape)

[Seite 1006] mit od. zugleich (das Abendbrot) essen; Plat. Conv. 174 e 217 c; Lys. 1, 23; Dem. 59, 24.

French (Bailly abrégé)

συνδειπνῶ :
souper ou manger avec, τινι.
Étymologie: σύνδειπνος.

Russian (Dvoretsky)

συνδειπνέω: (тж. ἅμα σ. Arst.) обедать вместе (τινι Lys., Xen. и μετά τινος Isae., Dem.): οἱ ξυνδειπνοῦντες Xen. участники общего обеда, сотрапезники.

Greek (Liddell-Scott)

συνδειπνέω: δειπνῶ μετά τινος, Λατ. coenari apud aliquem, συνδειπνέω τῷ λῶντι Ἐπίχ. 19 Ahr., πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 6, Λυσί. 93. 43· μετά τινων Ἰσαῖ. 39. 26, Δημ. 551. 19· ― ἀπολ., δειπνῶ μετ’ ἄλλων, Πλάτ. Συμπ. 174Ε, 217C, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 9, κτλ.· οἱ ξυνδειπνοῦντες, οἱ δειπνοῦντες ὁμοῦ, οἱ λαμβάνοντες μέρος εἰς δεῖπνον ἐξ ἐράνου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 14, 2.

Greek Monotonic

συνδειπνέω: μέλ. -ήσω, δειπνώ ή γευματίζω μαζί με κάποιον, με δοτ., σε Ξεν.· μετά τινων, σε Δημ.· απόλ., δειπνώ ή γευματίζω με άλλους, σε Ξεν. κ.λπ.· οἱ ξυνδειπνοῦντες, αυτοί που λαμβάνουν μέρος σε δείπνο συνεισφέροντας μερίδιο στα έξοδά του, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to dine or sup with another, c. dat., Xen.; μετά τινων Dem.:—absol. to dine or sup with others, Xen., etc.; οἱ ξυνδειπνοῦντες the members of a picnic party, Xen.