συνηβολέω
From LSJ
English (LSJ)
fall in with, meet, ἀλλήλοις Babr.61.3.
French (Bailly abrégé)
συνηβολῶ :
se rencontrer.
Étymologie: σύν, ἀβολέω.
German (Pape)
begegnen, zusammentreffen mit Einem, wie συμβάλλω, vgl. Lobeck Phryn. 699.
Russian (Dvoretsky)
συνηβολέω: встречаться (ἀλλήλοις Babr.).
Greek (Liddell-Scott)
συνηβολέω: συναντῶ, συντυγχάνω, ἀλλήλοις Βάβρ. 61.
Greek Monotonic
συνηβολέω: (βᾰλεῖν, με ένθεση του η), συναντώ τυχαία, συντυχαίνω, με δοτ., σε Βάβρ.
Middle Liddell
[βᾰλεῖν, with η inserted]
to fall in with, c. dat., Babr.