συνομώνυμος

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομώνῠμος Medium diacritics: συνομώνυμος Low diacritics: συνομώνυμος Capitals: ΣΥΝΟΜΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: synomṓnymos Transliteration B: synomōnymos Transliteration C: synomonymos Beta Code: sunomw/numos

English (LSJ)

συνομώνυμον, having the same name with, τινος A chae.13.2, AP6.206 (Antip. Sid.), Orac. ap. D.S.8.23; τινι Supp.Epigr.2.615 (Teos).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a le même nom.
Étymologie: σύν, ὁμώνυμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνομώνῠμος -ον [σύν, ὄνομα] met dezelfde naam.

German (Pape)

mit od. zugleich denselben Namen führend; Achae. bei Ath. IV.173d; πατρός, Antip.Sid. 21 (VI.206).

Russian (Dvoretsky)

συνομώνῠμος: носящий то же имя, одноименный (σ. τινος Diod., Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

συνομώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ ὄνομα μετά τινος ἄλλου, συνονόματος, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 173D, Ἀνθ. Π. 6. 206, Χρησμ. ἐν Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 11 Mai.

Greek Monolingual

-ον, Α
συνώνυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὁμώνυμος «συνώνυμος, συνονόματος»].

Greek Monotonic

συνομώνῠμος: -ον, αυτός που έχει το ίδιο όνομα με κάποιον, συνονόματος, με γεν., σε Ανθ.

Middle Liddell

συν-ομώνῠμος, ον,
having the same name with, c. gen., Anth.