συνταχύνω
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
English (LSJ)
A hurry on, τὴν ἐπιχείρησιν Hdt.3.71; τὸν βίον Id.2.133: abs., Id.3.72, Orib.46.24.2.
2 intr., correspond in rapidity of its course, of a disease, Ruf.Ren.Ves.Praef.2.
French (Bailly abrégé)
1 tr. hâter, presser vivement;
2 intr. se hâter.
Étymologie: σύν, ταχύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συντᾰχύνω [σύν, ταχύνω] versnellen, bespoedigen:. σ. τὸν βίον het leven snel ten einde doen lopen Hdt. 2.133.3.
German (Pape)
mit od. zugleich beschleunigen, beeilen helfen, ἐπιχείρησιν, Her. 3.71. – Auch intr., sich beeilen, Her. 3.72; ὁ βίος συνταχύνει, das Leben eilt zu Ende, 2.133.
Russian (Dvoretsky)
συντᾰχύνω: (χῡ)
1 ускорять, торопить: τὴν ἐπιχείρησιν σ. Her. поспешно действовать;
2 торопиться, спешить: σ. ἀναγκάζειν Her. заставлять спешить, торопить; σ. τινὶ τὸν βίον Her. укорачивать чью-л. жизнь.
Greek Monolingual
Α
1. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι («τὴν επιχείρησιν μὴ οὕτω συντάχυνε», Ηρόδ.)
2. (για νόσο) έχω τον ίδιο ρυθμό εξέλιξης
3. (αμτβ.) πορεύομαι με ταχύτητα, σπεύδω
4. φρ. «ὁ βίος συνταχύνει» — ο βίος σπεύδει προς το τέλος του, η ζωή τελειώνει γρήγορα (Ορειβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ταχύνω «επισπεύδω, επιταχύνω»].
Greek Monotonic
συντᾰχύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ,
I. επιταχύνω, επισπεύδω, τι, σε Ηρόδ.
II. αμτβ., ὁ βίος συνταχύνει, η ζωή οδεύει με σπουδή, γρήγορα προς το τέλος, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
συντᾰχύνω: ἐπιταχύνω, ἐπισπεύδω, τὴν ἐπιχείρησιν μὴ οὕτω συντάχυνε Ἡρόδ. 3. 71. ΙΙ. ἀμεταβ., ταχύνω, σπεύδω, ὁ αὐτ. 3. 72· ὁ βίος συνταχύνει, σπεύδει πρὸς τὸ τέλος, ὁ αὐτ. 2. 133.
Middle Liddell
fut. ῠνῶ
I. to hurry on, τι Hdt.
II. intr., ὁ βίος συνταχύνει life hastens to an end, Hdt.