συνταχύνω

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντᾰχύνω Medium diacritics: συνταχύνω Low diacritics: συνταχύνω Capitals: ΣΥΝΤΑΧΥΝΩ
Transliteration A: syntachýnō Transliteration B: syntachynō Transliteration C: syntachyno Beta Code: suntaxu/nw

English (LSJ)

A hurry on, τὴν ἐπιχείρησιν Hdt.3.71; τὸν βίον Id.2.133: abs., Id.3.72, Orib.46.24.2.
2 intr., correspond in rapidity of its course, of a disease, Ruf.Ren.Ves.Praef.2.

French (Bailly abrégé)

1 tr. hâter, presser vivement;
2 intr. se hâter.
Étymologie: σύν, ταχύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντᾰχύνω [σύν, ταχύνω] versnellen, bespoedigen:. σ. τὸν βίον het leven snel ten einde doen lopen Hdt. 2.133.3.

German (Pape)

mit od. zugleich beschleunigen, beeilen helfen, ἐπιχείρησιν, Her. 3.71. – Auch intr., sich beeilen, Her. 3.72; ὁ βίος συνταχύνει, das Leben eilt zu Ende, 2.133.

Russian (Dvoretsky)

συντᾰχύνω: (χῡ)
1 ускорять, торопить: τὴν ἐπιχείρησιν σ. Her. поспешно действовать;
2 торопиться, спешить: σ. ἀναγκάζειν Her. заставлять спешить, торопить; σ. τινὶ τὸν βίον Her. укорачивать чью-л. жизнь.

Greek Monolingual

Α
1. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι («τὴν επιχείρησιν μὴ οὕτω συντάχυνε», Ηρόδ.)
2. (για νόσο) έχω τον ίδιο ρυθμό εξέλιξης
3. (αμτβ.) πορεύομαι με ταχύτητα, σπεύδω
4. φρ. «ὁ βίος συνταχύνει» — ο βίος σπεύδει προς το τέλος του, η ζωή τελειώνει γρήγορα (Ορειβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ταχύνω «επισπεύδω, επιταχύνω»].

Greek Monotonic

συντᾰχύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ,
I. επιταχύνω, επισπεύδω, τι, σε Ηρόδ.
II. αμτβ., ὁ βίος συνταχύνει, η ζωή οδεύει με σπουδή, γρήγορα προς το τέλος, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συντᾰχύνω: ἐπιταχύνω, ἐπισπεύδω, τὴν ἐπιχείρησιν μὴ οὕτω συντάχυνε Ἡρόδ. 3. 71. ΙΙ. ἀμεταβ., ταχύνω, σπεύδω, ὁ αὐτ. 3. 72· ὁ βίος συνταχύνει, σπεύδει πρὸς τὸ τέλος, ὁ αὐτ. 2. 133.

Middle Liddell

fut. ῠνῶ
I. to hurry on, τι Hdt.
II. intr., ὁ βίος συνταχύνει life hastens to an end, Hdt.