συνόρνυμαι
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
Pass., start or set forth together, ἀφ' Ἑλλάδος αἴας συνορμένοις (aor. 2 part.) A.Ag.429 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
s'élancer.
Étymologie: σύν, ὄρνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνόρνῠμαι [σύν, ὄρνυμι] gezamenlijk uitvaren. Aeschl. Ag. 429.
Russian (Dvoretsky)
συνόρνῠμαι: (только part. aor. 2 συνόρμενος) устремляться прочь (ἀφ᾽ Ἓλλανος αἴας Aesch.).
Greek Monolingual
Α
ξεκινώ, αναχωρώ μαζί με άλλον («ἀφ' Ἑλλάδος αἴας συνορμένοις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὄρνυμαι «ορμώ, ξεκινώ, ετοιμάζομαι να κάνω κάτι»].
Greek Monotonic
συνόρνυμαι: Παθ., = συνορίνομαι, ξεκινώ, αφορμώ μαζί (στην ποιητ., μτχ. αορ. βʹ συνύρμενος), σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
συνόρνυμαι: Παθ., συνορίνομαι, ξεκινῶ ὁμοῦ, ἀφ’ Ἕλλανος αἴας συνορμένοις (μετοχ. ἀορ. β΄) Αἰσχύλ. Ἀγ. 429.
Middle Liddell
= συνορίνομαι]
Pass. to start or set forth together, (in poet. aor2 part. συνόρμενοσ), Aesch.