συνόρνυμαι Search Google

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνόρνυμαι Medium diacritics: συνόρνυμαι Low diacritics: συνόρνυμαι Capitals: ΣΥΝΟΡΝΥΜΑΙ
Transliteration A: synórnymai Transliteration B: synornymai Transliteration C: synornymai Beta Code: suno/rnumai

English (LSJ)

Pass., start or set forth together, ἀφ' Ἑλλάδος αἴας συνορμένοις (aor. 2 part.) A.Ag.429 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

s'élancer.
Étymologie: σύν, ὄρνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνόρνῠμαι [σύν, ὄρνυμι] gezamenlijk uitvaren. Aeschl. Ag. 429.

Russian (Dvoretsky)

συνόρνῠμαι: (только part. aor. 2 συνόρμενος) устремляться прочь (ἀφ᾽ Ἓλλανος αἴας Aesch.).

Greek Monolingual

Α
ξεκινώ, αναχωρώ μαζί με άλλον («ἀφ' Ἑλλάδος αἴας συνορμένοις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὄρνυμαι «ορμώ, ξεκινώ, ετοιμάζομαι να κάνω κάτι»].

Greek Monotonic

συνόρνυμαι: Παθ., = συνορίνομαι, ξεκινώ, αφορμώ μαζί (στην ποιητ., μτχ. αορ. βʹ συνύρμενος), σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

συνόρνυμαι: Παθ., συνορίνομαι, ξεκινῶ ὁμοῦ, ἀφ’ Ἕλλανος αἴας συνορμένοις (μετοχ. ἀορ. β΄) Αἰσχύλ. Ἀγ. 429.

Middle Liddell

= συνορίνομαι]
Pass. to start or set forth together, (in poet. aor2 part. συνόρμενοσ), Aesch.