σχίνος

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

ο / σχῖνος, ἡ, ΝΜΑ, και σκίνος και τ. ουδ. πληθ. σκίνα, τα, Ν
κοινή σήμερα ονομασία του φυτού Pistacia lentiscus που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στο γένος πιστακία, αλλ. μαστιχόδενδρο
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών το οποίο ανήκει στην οικογένεια ανακαρδιίδες της τάξης ρουτώδη και περιλαμβάνει 20 ώς 30 είδη αειθαλών μικρών δένδρων ή θάμνων που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά και για τη σκιά τους, συνήθως σε δενδροστοιχίες κατά μήκος τών δρόμων, αλλ. σχοίνος
αρχ.
ο βολβός του φυτού σκίλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όνομα φυτού, άγνωστης ετυμολ. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται και ο μεταπλασμένος τ. πληθ. σκίνα (πρβλ. σκίζω: σχίζω.