σύμφθαρσις
From LSJ
σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A simultaneous destruction, τῶν μιγνυμένων ἄλλου τινὸς γεννωμένου σώματος Alex.Aphr.Mixt.216.24, cf. Meno Iatr. 14.16.
2 melting into one another, (sc. τῶν ἰδεῶν) Hermog.Id.1.12, cf. Iamb.in Nic.p.80 P.
German (Pape)
[Seite 991] ἡ, das Ineinanderfließen und Verschmelzen, bes. der Farben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύμφθαρσις: ἡ, σύγκρασις καὶ σύμμιξις, ἐπὶ χρωμάτων, Ἰάμβλ. εἰς Νικομ. Ἀριθμ. 44· τῶν ἰδεῶν Ρήτορες (Walz) τ. 7, μέρ. β΄, σ. 1042.
Greek Monolingual
-άρσεως, ἡ, Α συμφθείρομαι
1. (για χρώματα) βαθμιαία αλλαγή
2. ανάμιξη.