τεθριπποβάμων

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεθριπποβάμων Medium diacritics: τεθριπποβάμων Low diacritics: τεθριπποβάμων Capitals: ΤΕΘΡΙΠΠΟΒΑΜΩΝ
Transliteration A: tethrippobámōn Transliteration B: tethrippobamōn Transliteration C: tethrippovamon Beta Code: teqrippoba/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, = τεθριπποβάτης (driver of a four-horse chariot), τεθριπποβάμων στόλος = τέθριππον, E. Or. 989 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1079] ονος, ὁ, = Folgdm, στόλος, Eur. Or. 990.

Russian (Dvoretsky)

τεθριπποβάμων: ονος (ᾱ) adj. четырехконный (στόλος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

τεθριπποβάμων: [ᾱ], ὁ, = τῷ ἑπομ., τ. στόλος, = τέθριππον, Εὐρ. Ὀρ. 988.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, Α
φρ. «τεθριπποβάμων στόλος» — το τέθριππο (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέθριππος + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. ουρανοβάμων].

Greek Monotonic

τεθριπποβάμων: [ᾱ], ὁ· τεθριπποβάμων στόλος = τέθριππον, σε Ευρ.

Middle Liddell

τ. στόλος, = τέθριππον, Eur.