τοπότυπος

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

ο, Ν
(βιολ.-παλαιοντ.)
άτομο ή άτομα ενός είδους που έχει συλλεγεί από την τυπική τοποθεσία και από τον ίδιο στρωματογραφικό ορίζοντα, από τον οποίο είχε συλλεγεί κατά το παρελθόν και ο ολότυπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. topotype (< τόπος + τύπος)].