τρήχω
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
English (LSJ)
wrongly assumed as pres. of Homeric pf. τέτρηχα,
A v. ταράσσω.
II in later Ep., to be rough or uneven, pres. part. τρήχων Nic. Th.72,521: for τέτρηχα in this sense, v. ταράσσω III.
Greek (Liddell-Scott)
τρήχω: ἄνευ ἀνάγκης λαμβάνεται ὡς ἐνεστ. τοῦ Ὁμηρ. πρκμ. τέτρηχα, ἴδε ἐν λέξ. ταράσσω. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. εἶμαι τραχὺς ἢ ἀνώμαλος, ἐκ τοῦ τρηχύς, Νικ. Θηρ. 72. 521· καὶ οὕτως ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ πρκμ. τέτρηχα, Γ. 1393, πρβλ. Δ. 447.
Greek Monolingual
Α
είμαι τραχύς, είμαι ανώμαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. τ. τρήχω είναι υστερογενώς σχηματισμένος ώστε να αντιστοιχεί στον αρχ. παρακμ. τέτρηχα του ρ. ταράσσω].
German (Pape)
für die alte ep. Sprache irrig angenommenes praes., wovon man das homer. perf. τέτρηχα abzuleiten pflegt, s. ταράσσω. Erst sp.D. brauchen es, in der Bdtg rauh, uneben sein, Nic. Th. 521.