τρανόω
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
English (LSJ)
make clear, plain, distinct, Ph.1.30, Diog.Oen.21; τὸν νοῦν App.Anth.3.158:—Pass., pf. part. τετρανωμένος, opp. ἀτράνωτος, Diog.Oen.30.
French (Bailly abrégé)
τρανῶ :
rendre clair, éclaircir, éclairer.
Étymologie: τρανός.
German (Pape)
[ᾱ], hell, deutlich machen, aufklären, τρανοῖ τὸν νοῦν Ep.adesp. 445 (APP 304).
Russian (Dvoretsky)
τρᾱνόω: делать ясным, прояснять (τὸν νοῦν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾱνόω: ποιῶ τι καθαρόν, σαφές, εὐδιάκριτον, διαλευκαίνω, σαφηνίζω, Ἀνθ. Π. παράρτ. 304, Φίλων.
Greek Monotonic
τρᾱνόω: μέλ. τρανώσω, κάνω κάτι καθαρό, καθιστώ σαφές, ευδιάκριτο, διαλευκαίνω, διασαφηνίζω, σε Ανθ.
Middle Liddell
τρᾱνόω, fut. -ώσω [from τρᾱνής]
to make clear, plain, distinct, Anth.