τραπώ

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
πατώ τα σταφύλια στον ληνό, στο πατητήρι, ληνοπατῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιτατικός - επαναληπτικός τ. ενεστ., ο οποίος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας trep- «βάζω το πόδι πάνω σε κάτι, πατώ» (πρβλ. ατραπός) και συνδέεται με λιθουαν. trepšeti χτυπώ τα πόδια από χαρά ή οργή, καταπατώ», trapineti «χτυπώ με τα πόδια», ρωσ. tropati «συνθλίβω, πιέζω με τα πόδια», γερμ. traben «τριποδίζω, καλπάζω». Η οικογένεια του ρ. τραπῶ δεν γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στην Ελληνική λόγω της μορφολογικής ομοιότητας προς την οικογένεια του τρέπω].