τριμίσκον

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριμίσκον Medium diacritics: τριμίσκον Low diacritics: τριμίσκον Capitals: ΤΡΙΜΙΣΚΟΝ
Transliteration A: trimískon Transliteration B: trimiskon Transliteration C: trimiskon Beta Code: trimi/skon

English (LSJ)

ίμάτιον, Ἀσπένδιοι, Hsch. (Cf. τρίμιτος; fort. τριμιτίσκος.)

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Ασπενδίους) «ἱμάτιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί τριμιτίσκος< τρίμιτος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ἀστερίσκος)].