τριμίσκον
From LSJ
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
English (LSJ)
ίμάτιον, Ἀσπένδιοι, Hsch. (Cf. τρίμιτος; fort. τριμιτίσκος.)
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Ασπενδίους) «ἱμάτιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί τριμιτίσκος< τρίμιτος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ἀστερίσκος)].