τριμίσκον

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριμίσκον Medium diacritics: τριμίσκον Low diacritics: τριμίσκον Capitals: ΤΡΙΜΙΣΚΟΝ
Transliteration A: trimískon Transliteration B: trimiskon Transliteration C: trimiskon Beta Code: trimi/skon

English (LSJ)

ίμάτιον, Ἀσπένδιοι, Hsch. (Cf. τρίμιτος; fort. τριμιτίσκος.)

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Ασπενδίους) «ἱμάτιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί τριμιτίσκος< τρίμιτος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ἀστερίσκος)].