τρίμιτος
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
τρίμιτον,
A three-threaded, i.e. perhaps made of drill, δελματικὴ . . τρίμιτος Edict.Diocl.19.28, cf. IGRom.3.228 (Pessinus); but used of felt shoes (dub. sens.) in Lysipp.3.
II as substantive, τρίμιτος, ὁ, or τρίμιτον, τό, garment of drill or ticking, Cratin. Jun.5, cf. Poll.7.78: Dim. τριμίτιον, Id.6.165; cf. τριμίσκον.
German (Pape)
[Seite 1144] aus drei Aufzugsfäden gemacht, übh. dreifädig, dreidrähtig, auch daraus gewebtes Zeug, dreidrähtige Leinwand, Drillig, lat. trilicium; ὁ τρίμιτος, ein Kleid von Drillig, Cratin. bei Poll. 7, 58. 76; eben so τὸ τρίμιτον, u. dim. τὸ τριμίτιον, Poll. 7, 165 u. a. VLL.
Greek (Liddell-Scott)
τρίμῐτος: [ῐ], -ον, ὁ ἐκ τριῶν μίτων (κλωστῶν) συγκείμενος, τρίκλωνος, Λύσιππος ἐν «Βάκχαις» 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. τρίμιτος, ὁ, ἢ τρίμιτον, Λατ. trilicium, ἔνδυμα ἐκ τριμίτου ὑφάσματος, Κρατῖνος Νεώτ. ἐν «Ὀμφάλῃ» 2, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 78· ὑποκορ. τριμίτιον, ὁ αὐτ. ϛʹ, 165· τριμίσκος (τριμιτίσκος;), ὁ, «τριμίσκον· ἱμάτιον, Ἀσπένδιοι» Ἡσύχ., πρβλ. δίμιτος.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίμιτος, -ον, ΝΑ
(για ύφασμα) ο κατασκευασμένος από τρίκλωνο νήμα
αρχ.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ τρίμιτος, τὸ τρίμιτον
είδος ενδύματος κατασκευασμένου από ύφασμα με τρίκλωνο νήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + μίτος «νήμα, κλωστή» (πρβλ. ἑπτάμιτος)].