τρισάγιος
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
Greek (Liddell-Scott)
τρισάγιος: -ον, καὶ α, ον, ὁ τρὶς ἅγιος, Μεθόδ. 876, 377· τρισάγιος αἶνος = ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος κύριος Σαβαὼθ Δίδ. Ἁλ. 588· φωνὴ 657Β· τρισάγιον (ἐξυπακ. θεῖον) Σύνοδ. Κωνσταντινουπόλεως (536) 1176D, Σιμοκ, 36, 17· - ὁ τρισάγιος ὕμνος ἢ μόνον ὁ τρισάγιος, ὁ σύντομος ὕμνος: Ἅγιος ὁ Θεός· ἅγιος ἰσχυρός· ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς Σύνοδ. Κωνσταντινουπ. (536) 115βΕ, Εὐσ. Ἀλεξ. 417, Κύριλλ. Σκυθ. ἐν Βίῳ Σάββα, Εὐάγρ. 2697· - (α΄) τὸ τρισάγιον = ὁ τρισάγιος ὕμνος Ἰωάν. Νηστευτ. 1889, Ἀντ. Μον. 1848Β· - (β΄) = ὁ τρὶς ἅγιος θεός, Σιμοκ. 36, 17.
Greek Monolingual
-α, -ο / τρισάγιος, -αγία, -ον, ΝΜΑ
φρ. «τρισάγιος αίνος» ή «τρισάγιος ύμνος» — ο ύμνος Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το τρισάγιο(ν)
σύντομη ακολουθία υπέρ αναπαύσεως κεκοιμημένων, που τελείται στο σπίτι του νεκρού συνήθως πριν από την κηδεία ή σε οποιαδήποτε περίπτωση στο κοιμητήριο ή στον ναό
νεοελλ.-μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. α) ο τρισάγιος ύμνος Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ
β) η δοξαστική φράση Ἅγιος ὁΘεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος
γ) η δοξαστική φράση Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι
δ) δέηση που αρχίζει με τη φράση Ἅγιος ὁΘεός
2. ο τρεις φορές άγιος, ο απόλυτα άγιος («ὁ τρισάγιος καὶ εἷς θεὸς τῶν δυνάμεων», Γερμ. Κων.)
3. φρ. ο «τρισάγιος θεός»
i) ο αγιότατος Θεός, ο απόλυτα άγιος Θεός
ii) ο άγιος τριαδικός Θεός, η Αγία Τριάδα
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ τρισάγιος
το τρισάγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ-/ τρι- + ἅγιος.