τριαδικός
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
τριαδική, τριαδικόν,
A of three, ἀριθμός Syrian. in Metaph.126.22; triadic, pertaining to a triad, Dam.Pr.57,117, Procl. in Prm.p.602 S.; τ. τῶν κόσμων τομή (of Proclus) Simp. in Ph.617.22.
II in Metric, consisting of three περίοδοι, Heph.p.61 C.; τ. συζυγία Sch.Ar.Pax1127.
Greek (Liddell-Scott)
τριᾰδῐκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τριάδα, ἀριθμὸς Ὀλυμπιόδ. τριπλοῦς, Διον. Ἀρεοπ. 200D. 2) ὁ ἀναφερόμενος ἢ ἀνήκων εἰς τὴν ἁγίαν τριάδα, Μεθόδ. 377, Βασίλ. ΙΙΙ, 1656, κλπ.· - ἐν ταῖς ἱεροτελεστίαις: κανὼν τριαδικός, κανὼν ἀποτεινόμενος εἰς τὴν ἁγίαν Τριάδα, [τοὺς κανόνας τούτους ἐποίησεν ὁ τῆς Σμύρνης ἐπίσκοπος Μητροφάνης, ὅστις ἀπέθανε περὶ τὰ τέλη τοῦ ἐνάτου αἰῶνος, εὕρηνται δὲ ἐν τῇ Παρακλητικῇ]· - ὡς οὐσιαστ., τὸ τριαδικόν, δηλ. τροπάριον, τροπάριον ἀναφερόμενον εἰς τὴν ἁγίαν Τριάδα, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 314, 17. - Ἐπίρρ. τριαδικῶς, Δίδ. Ἀλ. 352Α, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τριαδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τριάς, -άδος]
1. αυτός που αναφέρεται στην τριάδα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αγία Τριάδα («τριαδικοί κανόνες» — οκτώ κανόνες κατά τους οκτώ ήχους της βυζαντινής μουσικής οι οποίοι περιέχουν τροπάρια αναφερόμενα στην Αγία Τριάδα)
νεοελλ.
1. χημ. σύστημα τριών σωμάτων, όπως είναι λ.χ. μια χημική ένωση αποτελούμενη από τρία στοιχεία ή ένα μίγμα που σχηματίζεται από τρία συστατικά
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Τριαδικοί
θρησκευτικό τάγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που ιδρύθηκε από τον Ιωάννη Μαθά και τον Φήλικα Βαλονά το 1198
3. φρ. α) «τριαδικό σύστημα»
στρ. σύστημα οργάνωσης του στρατού, σύμφωνα με το οποίο κάθε στρατιωτική μονάδα απαρτίζεται από τρεις αμέσως κατώτερες μονάδες
β) «τριαδική περίοδος» ή, απλώς, «το τριαδικό»
γεωλ. διάστημα του γεωλογικού χρόνου στη διάρκεια του οποίου δημιουργήθηκαν τα πετρώματα του ομώνυμου συστήματος, αλλ. τριάσια περίοδος
γ) «τριαδική διάπλαση στρωμάτων»
γεωλ. η πρώτη και αρχαιότερη από τις τρεις διαπλάσεις στις οποίες διαιρείται το μεσοζωικό άθροισμα στρωμάτων, αλλ. τριάσια διάπλαση στρωμάτων
μσν.
(το ουδ. στον εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ τριαδικόν, τὰ τριαδικά
τροπάριο ή τροπάρια στην Αγία Τριάδα
αρχ.
1. αυτός που περιλαμβάνεται σε μία τριάδα
2. (στη μετρική) αυτός που συνίσταται από τρεις περιόδους.
επίρρ...
τριαδικῶς Α
κατά τριάδες.