τριφυής
From LSJ
English (LSJ)
τριφυές, of threefold form, with three stems, of plants, Thphr. HP 2.6.9; of the psoas muscle, Gal.2.308: generally, threefold, Orph.H.52.5, Procl.in Prm.p.945S.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐφυής: -ές, τριπλοῦς τὴν φύσιν, τριττός, Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 2. 6, 9· θηρίον ἀλλόκοτον τριφυές τε καὶ τρίμορφον Θεοδ. Ὑρτακ. Ἐπ. 2. ἐν Notices τ. 5, 724, κλπ.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που έχει τριπλή φύση, που έχει τρεις μορφές ενωμένες σε ενιαίο οργανισμό, όπως η χίμαιρα, που είχε κεφάλι λέαινας, σώμα γίδας και ουρά φιδιού («θηρίον αλλόκοτον τριφυές τε καὶ τρίμορφον», Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φυής (< φύω / -όμαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. διφυής].
German (Pape)
ές, von dreierlei Art, Natur, dreifach, dreispaltig, Sp.