φεστιβάλ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
Greek Monolingual
το, Ν
άκλ.
1. σύνολο καλλιτεχνικών εκδηλώσεων που οργανώνονται περιοδικά, συνήθως την ίδια χρονική περίοδο και στον ίδιο χώρο, και συχνά επικεντρώνονται σε ένα ορισμένο είδος ή σε ορισμένο καλλιτέχνη, έτσι ώστε ο χαρακτήρας τους να προσδιορίζεται από την επιλογή, την ποιότητα και τον αριθμό τών παρουσιαζόμενων ή εκτελούμενων έργων (α. «φεστιβάλ μουσικής» β. «φεστιβάλ χορού» γ. «Φεστιβάλ Αθηνών» δ. «Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου» ε. «Φεστιβάλ τών Καννών» — στ. «Φεστιβάλ Μπετόβεν»)
2. εκδήλωση που οργανώνεται από πολιτικό ή άλλο φορέα σε ορισμένο τόπο και για ορισμένη χρονική διάρκεια («φεστιβάλ νεολαίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. festival < λατ. festivus «κομψός, χαριτωμένος, ευχάριστος» < festum «γιορτή» (βλ. και λ. φιέστα)].