φρενωτήριον

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενωτήριον Medium diacritics: φρενωτήριον Low diacritics: φρενωτήριον Capitals: ΦΡΕΝΩΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: phrenōtḗrion Transliteration B: phrenōtērion Transliteration C: frenotirion Beta Code: frenwth/rion

English (LSJ)

τό, means of instruction, Id.

German (Pape)

[Seite 1305] τό, Belehrungs-, Zurechtweisungsmittel, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φρενωτήριον: τό, «φρενωτήριον· παραίνεσις» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «παραίνεσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρενῶ + κατάλ. -τήριον (πρβλ. βασανιστήριον)].