φρενωτήριον
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
τό, means of instruction, Id.
German (Pape)
[Seite 1305] τό, Belehrungs-, Zurechtweisungsmittel, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φρενωτήριον: τό, «φρενωτήριον· παραίνεσις» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «παραίνεσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρενῶ + κατάλ. -τήριον (πρβλ. βασανιστήριον)].