φρουροδόμος

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρουροδόμος Medium diacritics: φρουροδόμος Low diacritics: φρουροδόμος Capitals: ΦΡΟΥΡΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: phrourodómos Transliteration B: phrourodomos Transliteration C: frourodomos Beta Code: frourodo/mos

English (LSJ)

φρουροδόμον, guarding the house, κύνες AP9.245 (Antiphan.).

German (Pape)

[Seite 1310] das Haus bewachend, Hauswächter, κύνες Antiphan. 9 (IX, 245).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui garde la maison.
Étymologie: φρουρός, δόμος.

Russian (Dvoretsky)

φρουροδόμος: стерегущий домашнее хозяйство (κύων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φρουροδόμος: -ον, ὁ φυλάττων, φρουρῶν τὴν οἰκίαν, κύων Ἀνθ. Π. 9. 245.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φρουρεί το σπίτι («φρουροδόμοι κύνες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρός + δόμος (πρβλ. ὀπισθόδομος)].

Greek Monotonic

φρουροδόμος: -ον, αυτός που φρουρεί το σπίτι, σε Ανθ.

Middle Liddell

φρουρο-δόμος, ον,
watching the house, Anth.