χαλκοκέραυνος

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοκέραυνος Medium diacritics: χαλκοκέραυνος Low diacritics: χαλκοκέραυνος Capitals: ΧΑΛΚΟΚΕΡΑΥΝΟΣ
Transliteration A: chalkokéraunos Transliteration B: chalkokeraunos Transliteration C: chalkokeravnos Beta Code: xalkoke/raunos

English (LSJ)

χαλκοκέραυνον, epithet of the sea, perhaps f.l. for χαλκ-αμάρυγος, gleaming like copper or bronze, A.Fr.192.3 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1331] λίμνη, Aesch. frg. 178 bei Strab. 1, 2,27 p. 33, wie Erz blinkend, schimmernd, od., richtiger, von ehernem Blitzstrahle getroffen, Herm. ändert, um die erste Bedeutung festzuhalten, χαλκομάραυγος, schimmernd wie Erz.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοκέραυνος: сверкающий как медь (λίμνη Aesch. - v.l. χαλκομάραυγος).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοκέραυνος: -ον, ἐν Αἰσχύλου Ἀποσπ. 192, ὡς ἐπίθ. τῆς θαλάσσης κατὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου· ἐντεῦθεν (κατὰ τὸν Voss Mythol. Br. 2. σ. 161) ὁ ἀπαστράπτων ὡς χαλκός., ― ὡς εἰ ἡ λέξ. κεραυνὸς ἠδύνατο νὰ τεθῇ ἀντὶ τῆς λέξεως ἀστραπή· ― ἀλλὰ τοιοῦτόν τι ἐπίθ. εἶναι ἀναγκαῖον καὶ ἡ εἰκασία τοῦ Ἐρμάνν. χαλκομάραυγος, λάμπουσα ὡς χαλκὸς (ὡς τὸ Ὁμηρικὸν πολύχαλκος), εἶναι εὔλογος, ἴδε Opusc. 4, σ. 268.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία λίμνης) αυτός που απαστράπτει σαν τον χαλκό ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει πληγεί από κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + κεραυνός (πρβλ. τερπικέραυνος)].