χθονήρης

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χθονήρης Medium diacritics: χθονήρης Low diacritics: χθονήρης Capitals: ΧΘΟΝΗΡΗΣ
Transliteration A: chthonḗrēs Transliteration B: chthonērēs Transliteration C: chthoniris Beta Code: xqonh/rhs

English (LSJ)

ες, = χθόνιος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1354] ες, = χθόνιος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χθονήρης: -ες, = χθόνιος, «χθονήρεις· χθονίους» Ἡσύχ.· παρ’ ᾧ φέρεται καὶ «χθόα· σῶμα», καὶ «χθόϊνος· χθόνιος».

Greek Monolingual

-ήρες, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χθονήρεις
χθόνιους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + κατάλ. -ήρης (Ι), πρβλ. κλινήρης.