ψαιστός

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαιστός Medium diacritics: ψαιστός Low diacritics: ψαιστός Capitals: ΨΑΙΣΤΟΣ
Transliteration A: psaistós Transliteration B: psaistos Transliteration C: psaistos Beta Code: yaisto/s

English (LSJ)

ψαιστή, ψαιστόν, (ψαίω) ground, ψ. μᾶζα a cake of ground barley mixed with honey and oil, Hp.Int.20; ψαιστόν, τό (sc. πέμμα or πόπανον), a cake of this kind, used at sacrifices, Ar.Pl. 138, 1115, Antiph.206.3, Com.Adesp.372, Thphr. ap. Porph.Abst.2.15, SIG1038.18(Eleusis, iv/iii B. C.), Herod.4.92, AP6.190 (Gaet.), 191 (Corn. Long.): perhaps to be written ψᾳστός, cf. ψᾷστον· σὺν τῷ ῑ, ἐκτείνουσι τὸ ᾱ, ὡς Εὐφρόνιος, Lex.Mess.p.411: v. ψαστής.

German (Pape)

[Seite 1389] adj. verb. von ψαίω, zerrieben, zermalmt, geschroten, gemahlen, μᾶζα, VLL.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
coupé en menus morceaux ; τὸ ψαιστόν (s.e. ἄλφιτον ou πέμμα) gâteau d'orge, d'huile et de miel pour les sacrifices.
Étymologie: adj. verb. de ψαίρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψαιστός -ή -όν [ψαίω: fijnmaken] fijngestampt; subst. τὸ ψαιστόν offerkoek.

Greek Monolingual

-ή, -όν, και πιθ. τ. αρσ. ψᾳστός και πιθ. τ. ουδ. ψᾷστον, Α ψαίω
1. αλεσμένος, τριμμένος, κοπανισμένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ψαιστόν
(ενν. πέμμα ή πόπανον) γλύκισμα από κοπανισμένο κριθάρι, με μέλι και λάδι, το οποίο χρησίμευε ως προσφορά σε θυσίες
3. φρ. «ψαιστὴ μᾱζα» — είδος πίτας που παρασκευαζόταν από κοπανισμένο κριθάρι, λάδι και μέλι (Ιπποκρ.).

Greek Monotonic

ψαιστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ψαίω, τὰ ψαιστά (ενν. πόπανα), γλυκίσματα από κοπανισμένο κριθάρι, που τα χρησιμοποιούσαν στις θυσίες, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ψαιστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ψαίω (ψάω), κοπανισμένος, ἀληλεσμένος, ψ. μᾶζα, πλακοῦς, γλύκισμα ἐκ κοπανισμένης κριθῆς μεμιγμένης μετὰ μέλιτος καὶ ἐλαίου, Ἱππ. 555. 21· τὰ ψαιστὰ (ἐξυπακ. πέμματα, πόπανα), γλυκύσματα, ζυμαρικὰ τοιούτου εἴδους ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας, Ἀριστοφ. Πλ. 138, 1115, Ἀντιφάνης ἐν «Τίμωνι» 1. 3, Ἀνθ. Π. 6. 190, 191.

Middle Liddell

ψαιστός, ή, όν verb. adj. of ψάω]
τὰ ψαιστά(sc. πόπανἀ cakes of ground barley, used at sacrifices, Ar.