принимать участие
From LSJ
Russian > Greek
συνάπτω, συνεφάπτομαι, συνεπάπτομαι, συνεπιλαμβάνω, ἀντιβολέω, μετέχω, πεδέχω, προσπλέκομαι, συμπεριλαμβάνω, ἐπιμίγνυμι, κοινωνέω, μεταλαμβάνω, μεταλαγχάνω, συμμερίζομαι, συναπολαύω, συγκάμνω, καθίημι, ἀντιάζω, συνέρχομαι, πρόσειμι, προσλαμβάνω, συναγωνίζομαι