μεταλαγχάνω

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλαγχάνω Medium diacritics: μεταλαγχάνω Low diacritics: μεταλαγχάνω Capitals: ΜΕΤΑΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: metalanchánō Transliteration B: metalanchanō Transliteration C: metalagchano Beta Code: metalagxa/nw

English (LSJ)

A have a share allotted one, c. gen. rei, Pl.Grg. 447a (cf. Sch. ad loc.), R.429a, Lg.873c, Plu.Arist.6: also with the part allotted added in acc., μετέλαχες τύχας Οἰδιπόδα μέρος E.Supp.1078 (lyr.).
II give a share in, τινί τινος Ael.VH12.43.

German (Pape)

[Seite 148] (s. λαγχάνω), 1) durch das Loas, das Schicksal einen Teil wovon bekommen, erhalten, μετέλαχες τύχας Οἰδιπόδα μέρος, Eur. Suppl. 1077; gew. c. gen., Plat. Rep. IV, 429 a u. sonst, auch Gorg. i. A., von Tim. lex. falsch ἀφυστερεῖν, ἀποτυγχάνειν τοῦ κλήρου erkl.; ὅσα δένδρα κάλλους μετείληχεν, Luc. Amor. 12. – 2) auch trans., einen Anteil wovon geben, zugestehen, Λυκοῦργος τοῖς ἐμμείνασι πολιτείας μεταλαγχάνει, Ael. V. H. 12, 43; vgl. Plut. Aristid. 6.

French (Bailly abrégé)

f. μεταλήξομαι, ao.2 μετέλαχον, etc.
accorder une part de, faire participer à : τινί τινος donner à qqn une part de qch.
Étymologie: μετά, λαγχάνω.

Russian (Dvoretsky)

μεταλαγχάνω: (fut. μεταλήξομαι)
1 принимать участие, участвовать (πολέμου καὶ μάχης Plat.);
2 получать в удел: μ. τύχας Οἰδιπόδα μέρος Eur. разделять судьбу Эдипа;
3 быть причастным, обладать (δίκης καὶ θέμιδος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι, λαμβάνω διὰ κλήρου ἢ κατὰ τύχην μέρος τινός, μετὰ γεν. πράγμ., Πλάτ. Γοργ. ἐν ἀρχ., Πολ. 429Α, Νόμ. 873C. 2) τὸ διὰ κλήρου παρεχόμενον προστίθεται ἐνίοτε κατ’ αἰτιατ., μετέλαχες τύχας Οἰδιπόδα μέρος Εὐρ. Ἱκέτ. 1078· πρβλ. μεταλαμβάνω, μετέχω. ΙΙ. παρέχω μερίδιον ἔκ τινος, τινί τινος Αἰλιαν. Ποικ. Ἱστ. 12. 45, Πλουτ. Ἀριστείδ. 6.

Greek Monolingual

μεταλαγχάνω (Α)
1. παίρνω μέρος από κάτι με κλήρο ή κατά τύχη
2. συμμετέχω σε κάτι, σε τροφή, στη Θεία Ευχαριστία, σε εορτή (α. «τοῦ δεσποτικοῦ μεταλαγχάνω σώματος», Θεόδ.
β. «τῶν θείων μυστηρίων μεταλαγχάνειν», Θεόδ.)
3. δίνω μέρος από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + λαγχάνω «λαμβάνω ως μερίδιο διά κλήρου»].

Greek Monotonic

μεταλαγχάνω: μέλ. -λήξομαι, έχω μερίδιο κάποιου πράγματος, είμαι κληρούχος, με γεν., σε Πλάτ.· επίσης, μεταλαγχάνω μέρος τινός, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. -λήξομαι
to have a share of a thing allotted one, c. gen., Plat.; also, μ. μέρος τινός Eur.