ἀμύκητος
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
English (LSJ)
[ῡ], ον, of places, where no herds low, AP9.150 (Antip.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
de lugares donde no se oyen mugidos καλύβη AP 9.150 (Antip.Thess.).
German (Pape)
[Seite 130] καλύβη, gebrüll-, d. i. rinderlos, Ant. Sid. 94 (IX, 150).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans mugissements (étable), càd désert.
Étymologie: ἀ, μυκάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμύκητος: (ῡ) не оглашаемый мычанием, т. е. пустой (καλύβη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμύκητος: [ῡ], -ον, τόπος ἔνθα δὲν ἀκούεται μυκηθμὸς ζῴων, «ἀμυκήτῳ κάτθανε πὰρ καλύβῃ» Ἀνθ. Π. 9. 150.
Greek Monotonic
ἀμύκητος: [ῡ], -ον (μυκάομαι), εκεί όπου δεν ακούγεται μυκηθμός ζώων, λέγεται για τόπους, σε Ανθ.