ἀγαπάζω
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
English (LSJ)
Ep. and Lyr. form of ἀγαπάω, Hom.; Dor.3pl.
A -οντι Pi.I. 4(5).54; Ep. impf. ἀγάπαζον A.R.4.1291:—also in Med., Hom.; Dor. impf. ἀγαπάζοντο Pi.P.4.241:—Pass., Diotog. ap. Stob.4.7.62:—only in pres. and impf., exc. aor. act. ἀγαπάξαι Callicrat. ap. Stob.4.28.18:—treat with affection, receive with outward signs of love, ὡς δὲ πατὴρ ὃν παῖδα.. ἀγαπάζει, ἐλθόντ' ἐξ ἀπίης γαίης δεκάτῳ ἐνιαυτῷ Od.16.17; νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη ἀθάνατον θεὸν ὧδε βροτοὺς ἀγαπαζέμεν ἄντην Il.24.464; νέκυν E.Ph.1327:—Med. in abs. sense, show signs of love, caress, κύνεον ἀγαπαζόμενοι κεφαλήν τε καὶ ὤμους Od. 21.224: c. acc., like Act., Pi.P.l.c.; τινὰ δώροις A.R.4.416.
2 welcome, receive gratefully, τιμαὶ καλλίνικον χάρμ' ἀγαπάζοντι Pi.I. l.c.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰγᾰ-]
• Morfología: [aor. act. ἀγαπάξαι Callicrat.4]
1 de un dios tener predilección, prodigar su trato, tener familiaridad c. ac. de pers. νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη ἀθάνατον θεὸν ὧδε βροτοὺς ἀγαπαζέμεν ἄντην mal estaría que un dios inmortal tuviera tales tratos con mortales, Il.24.464.
2 abrazar, acariciar ὃν παῖδα Od.16.17, νέκυν τοι παιδός E.Ph.1327, πάντας, ἢν ἐθέλῃς, ἀγάπαζε Nonn.D.10.320, en v. med. mismo sent. κύνεον ἀγαπαζόμεναι κεφαλήν τε καὶ ὤμους Od.17.35, 21.224, 22.499.
3 c. ac. y dat. agasajar μειλιχίοις τε λόγοις Pi.P.4.241, v. med. mismo sent. μιν ... ἀγαπάζεο δώροις A.R.4.416
•abs. οὐδ' ἀγαπαζόμενοι φιλέουσ' ὅς κ' ἄλλοθεν ἔλθῃ Od.7.33.
4 de cosas, fig. abrazar, acoger con alegría καλλίνικον χάρμ' ἀγαπάζοντι Pi.I.5.54, θεσμὸν ἐρώτων Musae.147.
• Etimología: Cf. ἀγαπάω.
German (Pape)
[Seite 9] praes. u. impf für ἀγαπάω, lieben, liebreich behandeln, θεὸν ᾡδε βροτοὺς ἀγαπαζέμεν ἄντην Il. 24, 464; ἀγαπάζοντι Pind. I. 4, 54; gew. liebreich empfangen, bewillkommnen, πατὴρ ὃν παῖδα Od. 16, 17, u. bes. med., ἀγαπαζόμενοι φιλέουσ' ὅς κ' ἄλλοθεν ἔλθῃ 7, 33. κύνεον ἀγαπαζόμεναι κεφαλήν τε καὶ ὤμους 17, 35; μειλιχίοις λόγοις μιν ἀγαπάζοντο Pind. P. 4, 241. Sonst nur noch 81;. D.; vor. dor. ἀγαπάξαι, Stob. 35, 18.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. et inf. ao.
accueillir avec amitié, traiter avec affection;
Moy. ἀγαπάζομαι m. sign.
Étymologie: cf. ἀγαπάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀγᾰπάζω: (ᾰγ) (только praes. и impf., преимущ. med.)
1 ласково встречать, горячо принимать (παῖδα Hom.; μειλιχίοις λόγοις τινά Pind.): κύνεον ἀγαπαζόμεναι κεφαλήυ Hom. они горячо целовали голову (Одиссея);
2 воздавать (последние) почести, хоронить с почестями (νέκυν παιδός Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαπάζω: Ἐπ. καὶ Λυρ. τύπος τοῦ ἀγαπάω, Ὅμ.· Δωρ. γ΄, πληθ. -οντι, Πίνδ. Ἴσθ. 5, 69. Ἐπ. παρατ. ἀγάπαζον, Ἀπολλ. Ῥόδ.: - ὡσαύτ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ὅμ.· Δωρ. παρατατ. ἀγαπάζοντο, Πίνδ. Π. 4. 428: -ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. Καὶ παρτ. ἐκτὸς τοῦ ἐνεργ. ἀορ. ἀγαπάξαι, Καλλικρατ. παρὰ Στοβ. 487.16. = φιλοφρόνως μεταχειρίζομαι, δέχομαι, ὑποδέχομαί τινα μετὰ ἐξωτερικῶν ἐνδείξεων ἀγάπης, = ἀγαπῶ· ὡς δὲ πατὴρ ὃν παῖδα ... ἀγαπάζει, ἐλθόντ’ ἐξ ἀπίης γαίης δεκάτῳ ἐνιαυτῷ, Ὀδ. Π, 17· νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη ἀθάνατον θεὸν ὧδε βροτοὺς ἀγαπαζέμεν ἄντην, Ἰλ. Ω, 464: - Μέσ. ἐν ἀπολύτῳ σημασ., δεικνύω σημεῖα ἀγάπης, θωπεύω, κύνεον ἀγαπαζόμενοι κεφαλήν τε καὶ ὤμους, Ὀδ. Φ, 224· οὐδ’ ἀγαπαζόμενοι φιλέουσ’· (πρβλ. φιλέω Ι. 2) Η. 33· ἀλλὰ μετ’ αἰτ. ὡς ἐνεργ., Πίνδ. Π, ἔνθ’ ἀνωτ. 2) τιμαὶ καλλίνικον χάρμ’ ἀγαπάζοντι, δέχονται μετὰ χαρᾶς, Πίνδ. Ἴσθ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. ἀμφαγαπάζω. - Εὕρηται ἅπαξ παρὰ τραγικ., ἴδε ἀγαπάω, Ι. 1.
English (Autenrieth)
(=ἀγαπάω) and -ομαι: receive lovingly (τινά), Od. 16.17, Od. 7.33; ‘espouse the cause of,’ Il. 24.464.
English (Slater)
ᾰγᾰπάζω welcome act. & med. μειλιχίοις τε λόγοις ἀγαπάζοντ (sc. Ἰάσονα) (P. 4.241) ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι (I. 5.53)
Greek Monotonic
ἀγαπάζω: Επικ. τύπος του ἀγαπάω, Δωρ. γʹ πληθ. -οντι· επίσης στη Μέσ.· Δωρ. παρατ. ἀγαπάζοντο· μόνο στον ενεστ. και παρατ.· συμπεριφέρομαι με στοργή, αφοσίωση, δείχνω αγάπη σε κάποιον, χαϊδεύω· με αιτ., σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
to treat with affection, show affection to a person, caress, c. acc., Hom.; so in Mid., Od.