ἀδάπανος
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ἀδάπανον,
A without expense, costing nothing, γλυκέα κἀδάπανα Ar.Pax593, cf. Telesp 7.8 H., D.S.10Fr.12. Adv. ἀδαπάνως, τέρψαι φρένα E Or.1176, cf. Phld.Rh.2.133 S. (prob.).
II of persons, not spending, ἀ. χρημάτων εἰς τὸ δέον Arist. VV1251b7; ἀ. καταστῆσαι τὸ κοινόν Michel 1007.33 (Teos), cf. Inscr.Prien. 111.133 (i B. C.).
Spanish (DGE)
(ἀδάπᾱνος) -ον
• Prosodia: [ᾰδᾰ-]
I 1de cosas y abstr. gratuito, de balde γλυκέα κἀδάπανα Ar.Pax 593, ἔστι δ' ὁ μὲν ἔπαινος ... ἔπαθλον ἀρετῆς ἀδάπανον la alabanza es un premio de la virtud que no cuesta dinero D.S.10.12, cf. Bio Bor.17, ἵνα ἀδάπανον θήσω τὸ εὐαγγέλιον que (al evangelizar) ponga el evangelio de balde 1Ep.Cor.9.18
•barato D.Chr.4.93, 6.16.
2 de pers. que no gasta c. gen. χρημάτων Arist.VV 125b7, cf. IPr.111.133 (I a.C.)
•sin rég. que no gasta nada, sin gastos βουλόμενοι ... ἀδάπανον τὴν συμμορίαν καθιστάνειν Michel 1006.21, cf. 1007.34 (ambas Teos II a.C.), δ[ιατ] ετηρηκέναι δὲ αὐτοὺς καὶ ἐν τοῖς βιοτικοῖς [ἀδα] πάνους SEG 22.110.28 (Ática I a.C.).
II adv. -ως
1 sin costar nada τέρψαι φρένα E.Or.1176, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 32] nichts kostend, wohlfeil, Plut. im. superl., Apophth. Lac. p. 230; ἀδαπάνως, ohne Aufwand, Eur. Or. 1174.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non dispendieux, peu coûteux.
Étymologie: ἀ, δαπάνη.
Russian (Dvoretsky)
ἀδάπᾰνος: (δᾰ)
1 не сопряженный с расходами, ничего не стоящий, даровой (γλυκέα Arph.): τῶν κόσμων ἀδαπανώτατος Plut. самое дешевое из всех украшений;
2 не расходующий, не расточительный, бережливый: ἀ. τῶν χρημάτων Arst. не любящий тратить деньги.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδάπᾰνος: -ον, ὁ μὴ ἀπαιτῶν δαπάνην, γλυκέα κἀδάπανα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 593, πρβλ. Τέλητα περὶ αὐταρκείας παρὰ Στοβ. 5. 69· ἀδ. τίθεσθαί τι, Συλλ. Ἐπιγρ. 3065, πρβλ. 3066. - Ἐπίρρ. ἀδαπάνως, τέρψαι φρένα, Εὐρ. Ὀρ. 1176. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ δαπανῶν, ἀδ. χρημάτων εἰς τὸ δέον, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. κ. Κακ. 7. 3.
English (Abbott-Smith)
ἀδάπανος, -ον (< δαπάνη),
without expense, free of charge: I Co 9:18. †
English (Strong)
from Α (as negative particle); and δαπάνη; costless, i.e. gratuitous: without expense.
English (Thayer)
(δαπάνη), without expense, requiring no outlay: ἵνα ἀδάπανον θήσω τό εὐαγγέλιον, 'that I may make Christian instruction gratuitous').
Greek Monotonic
ἀδάπᾰνος: -ον (δαπάνη), αυτός που δεν επιφέρει δαπάνη, αυτός που δεν κοστίζει τίποτα· γλυκέα κἀδάπανα (κράση του καὶ ἀδάπανα), σε Αριστοφ.· επίρρ., ἀδαπάνως τέρψαι φρένα, σε Ευρ.
Middle Liddell
δαπάνη
without expense, costing nothing, γλυκέα κἀδάπανα (crasis for καὶ ἀδάπανα) Ar.:— adv., ἀδαπάνως τέρψαι φρένα Eur.
Chinese
原文音譯:¢d£panoj 阿-打爬挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-耗費過
字義溯源:不花錢的,白白的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(δαπάνη)=花費)組成;而 (δαπάνη)出自(δαπάνη)X*=吞喫)。雖然傳福音的是靠著福音養生( 林前9:14),但是福音乃是白白的傳出去,叫人不花錢就可以接受福音( 林前9:18)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 白白的(1) 林前9:18