ἀμφιδινέομαι

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιδῑνέομαι Medium diacritics: ἀμφιδινέομαι Low diacritics: αμφιδινέομαι Capitals: ΑΜΦΙΔΙΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: amphidinéomai Transliteration B: amphidineomai Transliteration C: amfidineomai Beta Code: a)mfidine/omai

English (LSJ)

Pass., to be put round in a circle, Hom. in pf. only, ᾧ πέρι χεῦμα φαεινοῦ κασσιτέροιο ἀμφιδεδίνηται round whose edge a stream of tin is rolled, Il.23.562; κολεὸν ἀμφιδεδίνηται [ἄορ] scabbard is fitted close round it, Od.8.405; of persons, to be dizzy, σκοτώδεις ἀμφιδινεύμενοι Aret.SD2.3.

Spanish (DGE)

(ἀμφιδῑνέομαι) 1 v. pas. ser colocado alrededor de θώρηκα ... ᾧ πέρι χεῦμα φαεινοῦ κασσιτέροιο ἀμφιδεδίνηται Il.23.562
enrollarse, envolver κολεὸν ... ἐλέφαντος ἀμφιδεδίνηται una vaina ... de marfil envuelve (una espada) Od.8.405.
2 v. med. dar vueltas alrededor de la presa alrededor de la trampa, Opp.C.4.98.
3 marearse, sentir mareos ἀμφιδινεύμενοι Aret.SD 2.3.8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιδῑνέομαι: παθ., τίθεμαι πέριξ ὡς ἐν κύκλῳ, τίθεμαι κυκλοειδῶς, Ἐπ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ πρκμ. μόνον, ᾧ πέρι χεῦμα φαεινοῦ κασσιτέροιο ἀμφιδεδίνηται, («ᾧ κύκλῳ περικέχυται ὁ κασσίτερος» (Σχόλ.) Ἰλ. Ψ. 562· δώσω οἱ τόδ’ ἄορ… ᾧ ἔπι… κολεόν... ἀμφιδεδίνηται, κύκλῳ περίκειται» (Σχόλ.) Ὀδ. Θ. 405: ― ἐνεστώς τις ἀμφιδινευόμενοι ἀπαντᾷ παρ’ Ἀρεταίῳ περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3.

Greek Monolingual

ἀμφιδινέομαι (Α)
(μόνο στον πρκμ.) τοποθετούμαι κυκλικά γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + δινέομαι «περιστρέφομαι»].

Greek Monotonic

ἀμφιδῑνέομαι: παρακ. -δεδίνημαι — Παθ., τίθεμαι κυκλικά, προσαρμόζομαι πολύ στενά τριγύρω, σε Όμηρ.

Middle Liddell

to be put round, fitted closely round, Hom.