ἀνάρρηξις
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἀναρρήγνυμι) breaking up, νεῶν Plu.Ant.66 (pl.): αἱμάτων ἀνάρρηξις haemorrhage from lungs, Hp.Prorrh.2.7.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 brecha νεῶν Plu.Ant.66, cf. Sm.Ez.30.16.
2 ἀ. αἱμάτων hemorragia Hp.Prorrh.2.7.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
déchirement, rupture.
Étymologie: ἀναρρήγνυμι.
German (Pape)
ἡ, Aufreißen, νεῶν, Leckmachen, Plut. Ant. 66.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάρρηξις: εως ἡ разбивание, пробивание, повреждение (νεῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρρηξις: -εως, (ἀναρρήγνυμι) διάρρηξις, νεῶν Πλουτ. Ἀντών. 66, κατὰ πληθ.: ἐκ τῶν αἱμάτων τῆς ἀναρρήξιος, τῆς αἱμορραγίας, Ἱππ. 91D.
Greek Monotonic
ἀνάρρηξις: -εως, ἡ (ἀναρρήγνυμι), διάρρηξη, σπάσιμο, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἀναρρήγνυμι
breakage, Plut.