ἀνέψανος
From LSJ
English (LSJ)
ἀνέψανον, (ἕψω) bad for cooking, ὕδατα Hp.Aër.7.
Spanish (DGE)
-ον malo para cocer, duro ὕδατα Hp.Aër.7.
German (Pape)
[Seite 228] nicht od. schwer zu kochen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέψᾰνος: -ον, (ἔψω) περὶ σκληρῶν καὶ ὑφαλμύρων ὑδάτων, μὴ καταλλήλων πρὸς ἕψησιν τροφῶν, ἀτέρεμνα γὰρ καὶ ἀνέψανα [ὕδατα] Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ἐν τῇ λαλουμένῃ λέγομεν νῦν ἄψανα ἐπὶ κακοβράστων ὀσπρίων, ὡς π. χ. «ἄψανα φασούλια».
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέψανος, -ον)
νεοελλ.
ο μη βραστερός, αυτός που βράζει δύσκολα (κυρίως για όσπρια)
αρχ.
ο ακατάλληλος για να χρησιμοποιηθεί στο μαγείρεμα (για υφάλμυρο νερό).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εψανός < έψω «ψήνω»].