ἀνέψανος

From LSJ

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέψᾰνος Medium diacritics: ἀνέψανος Low diacritics: ανέψανος Capitals: ΑΝΕΨΑΝΟΣ
Transliteration A: anépsanos Transliteration B: anepsanos Transliteration C: anepsanos Beta Code: a)ne/yanos

English (LSJ)

ἀνέψανον, (ἕψω) bad for cooking, ὕδατα Hp.Aër.7.

Spanish (DGE)

-ον malo para cocer, duro ὕδατα Hp.Aër.7.

German (Pape)

[Seite 228] nicht od. schwer zu kochen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέψᾰνος: -ον, (ἔψω) περὶ σκληρῶν καὶ ὑφαλμύρων ὑδάτων, μὴ καταλλήλων πρὸς ἕψησιν τροφῶν, ἀτέρεμνα γὰρ καὶ ἀνέψανα [ὕδατα] Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ἐν τῇ λαλουμένῃ λέγομεν νῦν ἄψανα ἐπὶ κακοβράστων ὀσπρίων, ὡς π. χ. «ἄψανα φασούλια».

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέψανος, -ον)
νεοελλ.
ο μη βραστερός, αυτός που βράζει δύσκολα (κυρίως για όσπρια)
αρχ.
ο ακατάλληλος για να χρησιμοποιηθεί στο μαγείρεμα (για υφάλμυρο νερό).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εψανός < έψω «ψήνω»].