ἀνασκεδάννυμι
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
or ἀνασκεδαννύω, dissipate, χροιήν Hp.Liqu. 1; scatter abroad, Plu.Pyrrh.22:—Pass., v.l. in Polyaen.1.40.2.
Spanish (DGE)
1 hacer desvanecerse, disipar χροιήν Hp.Liqu.1.
2 dispersar τοὺς βαρβάρους Plu.Pyrrh.22.
German (Pape)
[Seite 207] aufscheuchen u. zerstreuen, Plut. Pyrrh. 22.
French (Bailly abrégé)
disperser.
Étymologie: ἀνά, σκεδάννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασκεδάννῡμι: рассеивать, разгонять (τοῖς βέλεσι τοὺς βαρβάρους Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασκεδάννυμι: ἢ -ύω, διασκορπίζω, Πλουτ. Πύρρ. 22.
Greek Monolingual
ἀνασκεδάννυμι (Α)
διασκορπίζω, απλώνω.
Greek Monotonic
ἀνασκεδάννῡμι: ή —ύω, μέλ. -σκεδάσω [ᾰ], διασκορπίζω ολόγυρα, σε Πλούτ.