ἀνομολογία
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
English (LSJ)
ἡ,
A verbal agreement, Hsch.
II (ἀνομόλογος) disagreement, Str.2.3.3, Plu.Comp.Nic.Crass.1.
2 failure to lead a consistent life, title of treatise by Chrysippus, Stoic.3.94, cf. Posidon. ib.112; generally, inconsistency, Hierocl.p.56A.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ consenso verbal Hsch.
-ας, ἡ
incoherencia, falta de congruencia Posidon.49.139, Str.2.3.3, Plu.Comp.Nic.Crass.1, Hierocl.p.56, περὶ ἀνομολογίας tít. en Chrysipp.Stoic.3.94 y en Arr.Epict.2.21.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
défaut d'accord, incohérence, contradiction.
Étymologie: ἀνομόλογος.
German (Pape)
ἡ,
1 Übereinstimmung.
2 (ἀ privat.) Widerspruch, Plut. Nic. et Crass. 1.
Russian (Dvoretsky)
ἀνομολογία: ἡ разногласие, несогласие Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομολογία: ἡ, (ἀνομολογέομαι) πληθ. «ἀνομολογίαϏ αἱ διὰ λόγων συγκαταθέσεις» Ἡσύχ. ΙΙ. (ἀνομόλογος) ἀσυμφωνία, Στράβ. 98, Πλουτ. Σύγκρ. Νικ. καὶ Κράσσ. 1.
Greek Monolingual
(I)
η (Α ἀνομολογία) ανομολογώ
ομολογία, συγκατάθεση.
(II)
η (Α ἀνομολογία) ανομόλογος
ασυμφωνία, αντίφαση.
Greek Monotonic
ἀνομολογία: ἡ, διαφορά, διαφωνία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[from ἀνομόλογος
disagreement, Plut.