ἀνταποκτείνω
οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked
English (LSJ)
kill in return, Hdt.7.136, A.Ch.121, E. Hec.262, Ar.Ach.326, X.HG2.4.27, etc.
Spanish (DGE)
matar a su vez οὐδὲ ἀνταποκτείνας ἐκείνους ἀπολύσειν Λακεδαιμονίους τῆς αἰτίης Hdt.7.136, τοὺς κτανόντας ἀνταποκτεῖναι θέλων E.Hec.262, μητέρ' ἀνταποκτενεῖ E.Or.509, ἀνταποκτενῶ γὰρ ὑμῶν τῶν φίλων τοὺς φιλτάτους Ar.Ach.326, συχνοὺς ἀνταπέκτειναν D.C.40.2.2
•abs. A.Ch.121, X.HG 2.4.27, D.23.42, D.C.Epit.8.15.7.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen, zur Vergeltung tödten, Aasch. Ch. 119. 272 Eur. Hec. 262 Ar. Ach. 326 Ηer. 7, 136; att, Prosa, Xen. Hell. 2, 4, 18; Dem. 23, 42.
French (Bailly abrégé)
tuer par représailles.
Étymologie: ἀντί, ἀποκτείνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταποκτείνω: убивать в отмщение, отвечать (на убийство) убийством Her., Aesch., Eur., Arph., Xen., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταποκτείνω: φονεύω τινὰ πρὸς ἀντεκδίκησιν διὰ τελεσθέντα φόνον, ἀντιφονεύω, Ἡρόδ. 7. 136, Αἰσχύλ. Χο. 121, κτλ.
Greek Monolingual
ἀνταποκτείνω (Α)
φονεύω κάποιον για εκδίκηση.
Greek Monotonic
ἀνταποκτείνω: μέλ. -κτενῶ, σκοτώνω με τη σειρά μου, σε Ηρόδ., Αττ.