ἀντικομίζω
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
bring back as an answer, λόγον Plu.Lys.26:—Med., receive in exchange, J.BJ2.8.4, App.BC4.70.
German (Pape)
[Seite 253] ebenfalls bringen, Flut. Lys. 26. – Med. wieder erhalten?
French (Bailly abrégé)
ao. ἀντεκόμισα;
apporter à son tour ou en échange.
Étymologie: ἀντί, κομίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικομίζω: приносить в ответ (ἄλλον λόγον ἐκ Δελφῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικομίζω: κομίζω εἰς ἀπάντησιν, λόγον Πλουτ. Λύσ. 26.
Greek Monolingual
ἀντικομίζω (Α)
φρ. «ἀντικομίζω λόγον» — φέρνω την απάντηση.
Greek Monotonic
ἀντικομίζω: μέλ. -σω, επαναφέρω ως απόκριση, ανταπαντώ, σε Πλούτ.