ἀπαμάω
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
(A), fut. -ήσω,
A cut off, ἀπ' οὔατα νηλέϊ χαλκῶ ῥῖνάς τ' ἀμήσαντες Od.21.300, cf. Hes. Th.181; ἀπάμησον [τὸν πόδα] S.Ph.749:—in Med., Thphr.Lap.21; ἀπὸ στάχυν ἀμήσασθαι Q.S.13.242:—Pass., Nonn. D. 4.413. [ᾰπᾱ- in Ep.; but in S. ᾰπᾰ-.]
ἀπᾰμάω (B), sweep away, γῆν Gp.2.6.44.
Spanish (DGE)
(ἀπᾱμάω)
• Prosodia: [ἀπᾰ- S.Ph.749]
cortar, rebanar, amputar οὔατα ... ῥῖνάς τ' Od.21.300, ἀπὸ μήδεα πατρὸς ... ἤμησε Hes.Th.181, ἄκρον πόδα S.l.c., μὴ σύ γε μητρὸς ἀπ' ἀνθερεῶνας ἀμήσῃς Euph.114
•cortar, segar λαιμὸν ... σιδήρῳ Il.18.34
•tb. en v. med. ἀπὸ στάχυν ἀμήσασθαι Q.S.13.242, c. sent. pas. ὅταν ἀπαμήσωνται τἄνω cuando se corta la capa superior de ciertas rocas volcánicas, Thphr.Lap.21.
retirar γῆν Gp.2.6.44.
German (Pape)
[Seite 277] abmähen, abschneiden, πόδα Soph. Phil. 739; ἀπ' οὔατα ῥῖνάς τ' ἀμήσαντες Od. 21, 300. – Med., dass., Theophr.
French (Bailly abrégé)
ἀπαμῶ :
couper, amputer.
Étymologie: ἀπό, ἀμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰμάω: (эп. ᾱμ) отрезывать, отсекать (χαλκῷ τι Hom. - in tmesi; τὸν πόδα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαμάω: μέλλ. -ήσω, ἀποκόπτω, ἀπ’ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ ῥῖνάς τ’ ἀμήσαντες (ἐν τμήσει) Ὀδ. Φ. 301, πρβλ. Ἡσ. Θ. 181· ἀπάμησον [τὸν πόδα] Σοφ. Φ. 749: οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ Θεοφρ. Λιθ. 21· ἀπὸ στάχυν ἀμήσασθαι Κόϊντ. Σμ. 13. 242: ― Παθ. Νόνν. Δ. 4. 413. [ᾰπα- παρ’ Ἐπ., ἀλλὰ παρὰ Σοφ. ᾰπᾰ-].
English (Autenrieth)
only aor. opt. ἀπᾶμήσειε: cut off; λαιμόν, as children say, ‘cut his neck off,’ Il. 18.34† (v.l. ἀποτμήξειε).
Greek Monotonic
ἀπαμάω: μέλ. -ήσω, αποκόπτω, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. [ᾰπᾱ-, σε Όμηρ. ᾰπᾰ-, σε Σοφ.].
Middle Liddell
[ἀπᾱ- Hom., ἀπᾰ- Soph.]
to cut off, Od., Soph.