ἀργυρολογέω

From LSJ

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρολογέω Medium diacritics: ἀργυρολογέω Low diacritics: αργυρολογέω Capitals: ΑΡΓΥΡΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: argyrologéō Transliteration B: argyrologeō Transliteration C: argyrologeo Beta Code: a)rgurologe/w

English (LSJ)

levy money, X.HG1.1.12: c. acc., levy money upon, lay under contribution, τὰ τῶν ξυμμάχων Th.8.3, cf. 2.69; τοὺς Ἕλληνας Aeschin. 3.159, etc.; ἀ. ἐκ πόλεων X.HG4.8.30; παρά τινος Them.Or.23.289d.

Spanish (DGE)

1 recaudar dinero, exigir tributos c. ac. de pers. τοὺς Ἕλληνας Aeschin.3.159, Plb.6.49.10, τινας Plb.4.16.8, πολλούς Plu.Demetr.27
tb. τὰ τῶν ξυμμάχων Th.8.3, ταῦτα Th.2.69
c. prep. y gen. ἐξ ἄλλων πόλεων X.HG 4.8.30
abs. X.HG 1.1.12, FD 5.5.2, 9.10 (IV a.C.).
2 ávido de dinero δι' ἃς (γυναῖκας) μάλιστα τρόπου ἀργυρολογηθένθα D.C.45.28.4.
3 c. ac. de pers. extorsionar dinero ἐκεῖνον PCair.Isidor.68.21 (IV d.C.), cf. PLond.1171ue.c10 (I d.C.).
4 sacar dinero, ganarse la vida sent. peyor., abs. Aesop.170.1, 2, de los sofistas παρὰ τῶν νέων τε καὶ πλουσίων Them.Or.23.289d.

French (Bailly abrégé)

ἀργυρολογῶ :
f. ἀργυρολογήσω, ao. ἠργυρολόγησα, pf. ἠργυρολόγηκα;
recueillir de l'argent ; ἀ. τινα THC frapper qqn d'une contribution.
Étymologie: ἀργυρολόγος.

German (Pape)

Geld einsammeln, eintreiben; in Contribution setzen, τινά Thuc. 2.69; Xen. Hell. 1.1.8; ἔκ τινος 4.8.30; Pol. 3.13 und öfter.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρολογέω:
1 взыскивать деньги (Xen.; ἔκ τινος Xen., Polyb.);
2 облагать контрибуцией (τινα и τι Thuc., Xen., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρολογέω: ἐπιβάλλω πληρωμὴν χρημάτων, συλλέγω διὰ τῆς βίας χρήματα, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1., 12· μετ’ αἰτ. προσ., ἐπιβάλλω φόρον, εἰσπράττω φόρον, φορολογῶ, Θουκ. 2, 69F., 8, 3, Αἰσχίν. 76.17, κτλ.· οὕτως, ἀργυρολογεῖν ἐκ πόλεων Ξεν. Ἑλλ. 4.8,30· παρά τινος Θεμιστ. 289Δ.

Greek Monotonic

ἀργῠρολογέω: μέλ. -ήσω·
1. συλλέγω με καταναγκασμό χρήματα, επιβάλλω την καταβολή χρημάτων, σε Ξεν.
2. με αιτ. προσ., επιβάλλω ή εισπράττω φόρο, φορολογώ, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἀργυρολόγος
1. to levy money, Xen.
2. c. acc. pers. to levy money upon, lay under contribution, Thuc.