ἀροτροδίαυλος
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
[ᾰρ] [ῐ], ὁ, plougher, who goes backwards and forwards as in the δίαυλος, AP10.101 (Bianor).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ]
arador, AP 10.101 (Bianor).
German (Pape)
[Seite 357] der Pflüger, der wie der Renner im δίαυλος seine Furchen hin- u. zurückzieht, Bian. (X, 101).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui trace les sillons avec la charrue.
Étymologie: ἄροτρον, δίαυλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀροτροδίαυλος: пропахивающий борозды в обоих направлениях Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀροτροδίαυλος: ὁ, ὁ ἀροτριῶν, ὅστις ὑπάγει ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω ὡς ἐν διαύλῳ, Ἀνθ. Π. 10. 101.
Greek Monotonic
ἀροτροδίαυλος: ὁ, άροτρο που πηγαίνει μπρος πίσω, όπως ο δρομέας στο δίαυλον, σε Ανθ.
Middle Liddell
a plougher, who goes backwards and forwards like a runner in the δίαυλος, Anth.