ἀρτιγλυφής

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιγλῠφής Medium diacritics: ἀρτιγλυφής Low diacritics: αρτιγλυφής Capitals: ΑΡΤΙΓΛΥΦΗΣ
Transliteration A: artiglyphḗs Transliteration B: artiglyphēs Transliteration C: artiglyfis Beta Code: a)rtiglufh/s

English (LSJ)

ἀρτιγλυφές, newly carved, Theoc.Ep.4.

Spanish (DGE)

(ἀρτιγλῠφής) -ές recién tallado ξόανον Theoc.Ep.4.2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nouvellement ciselé ou taillé.
Étymologie: ἄρτι, γλύφω.

German (Pape)

ξόανον, eben geschnitzt, Theocr. ep. 4 (IX.437).

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιγλῠφής: недавно вырезанный или изваянный (ξόανον Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιγλῠφής: -ές, ὁ ἀρτίως οὐ πρὸ πολλοῦ γεγλυμμένος, σύκινον εὑρήσεις ἀρτιγλυφὲς ξόανον Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4.

Greek Monolingual

ἀρτιγλυφής, -ές (Α)
αυτός που πριν λίγο έχει σμιλευθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + γλύφω «λαξεύω, σκαλίζω»].

Greek Monotonic

ἀρτιγλῠφής: -ές, αυτός που έχει μόλις σμιλευτεί, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

[γλύπτω]
newly carved, Theocr.