ἀρχηγετεύω
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English (LSJ)
to be chief leader, τῶν κάτω Hdt.2.123.
Spanish (DGE)
mandar sobre τῶν κάτω Hdt.2.123.
German (Pape)
[Seite 365] Anführer sein, gebieten, τινός Her. 2, 123.
French (Bailly abrégé)
commander à, gén..
Étymologie: ἀρχηγέτης.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχηγετεύω: начальствовать, иметь власть, повелевать (τῶν κάτω Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχηγετεύω: ἡγεμονεύω, εἶμαι ἄρχων, βασιλεύω, ἀρχηγετεύειν δὲ τῶν κάτω Αὐγύπτιοι λέγουσι Δήμητρα καὶ Διόνυσον Ἡρόδ. 2. 123 (ἄλλ. γραφ. ἀρχηγετέω)
Greek Monolingual
ἀρχηγετεύω (Α) αρχηγέτης
είμαι αρχηγός, ηγεμονεύω.
Greek Monotonic
ἀρχηγετεύω: μέλ. -σω, είμαι άρχοντας, βασιλεύω, εξουσιάζω, τῶν κάτω, σε Ηρόδ.