ἀσκίπων

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκίπων Medium diacritics: ἀσκίπων Low diacritics: ασκίπων Capitals: ΑΣΚΙΠΩΝ
Transliteration A: askípōn Transliteration B: askipōn Transliteration C: askipon Beta Code: a)ski/pwn

English (LSJ)

[ῑ], ον, gen. ονος, not leaning on a staff, AP9.298 (Antiphil.), 7.732 (Theodorid.); but ἀσκείπωνι γονῇ γῆρας ἐρειδόμενοι a child too young to serve as a staff, BMus.Inscr.2.390.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [dat. sg. ἀσκείπωνι GVI 857.4 (Neopafos II/III d.C.)]
1 que no lleva bastón de ancianos AP 7.732 (Theodorid.), Posidipp.Epigr.SHell.705.24, de un ciego después de su curación ἀσκίπων δ' εἰς ἄστυ κατέστιχον AP 9.298 (Antiphil.).
2 que no puede servir de báculo ἀσκείπωνι γονῇ γῆρας ἐρειδόμενοι GVI l.c.

German (Pape)

[Seite 371] ονος, ohne Stab, Antiphil. 33 (IX, 298).

Russian (Dvoretsky)

ἀσκίπων: 2, gen. ονος без посоха (εἰς ἄστυ κατέστιχον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκίπων: [ῑ], -ον, γεν. -ωνος, ἄνευ σκίπωνος, βακτηρίας ἀσκίπων δ’ εἰς ἄστυ κατέστιχον Ἀνθ. Π. 9. 298.

Greek Monolingual

ἀσκίπων (-ονος), ο (Α)
αυτός που δεν κρατά «σκίπονα», μπαστούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σκίπων, ο «ράβδος, μπαστούνι»].