ἀσύντονος
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
ἀσύντονον, slack, lazy. Adv., Sup. -ώτατα X.Cyr.4.2.31.
Spanish (DGE)
-ον
lánguido, sin energía neutr. plu. sup. como adv. ἀσυντονώτατα πρὸς τὴν πορείαν εἶχον X.Cyr.4.2.31.
German (Pape)
[Seite 381] nicht angespannt, schlaff, ἀσυντονώτατα ἔχειν πρὸς τὴν πορείαν Xen. Cyr. 4, 2, 31, langsam marschiren.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans énergie, mou.
Étymologie: ἀ, σύντονος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύντονος: -ον, μὴ σύντονος, χαλαρός: ― Ἐπίρρ. -νως, οὐχὶ συντόνως, ὑπερθ. -ώτατα, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 31.
Greek Monolingual
ἀσύντονος, -ον (Α) σύντονος
μη εντεταμένος, χαλαρός.
Greek Monotonic
ἀσύντονος: -ον, χαλαρός, νωθρός· επίρρ. -νως, τεμπέλικα, χαλαρά· υπερθ. -ώτατα, σε Ξεν.