ἀφεύω

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφεύω Medium diacritics: ἀφεύω Low diacritics: αφεύω Capitals: ΑΦΕΥΩ
Transliteration A: apheúō Transliteration B: apheuō Transliteration C: afeyo Beta Code: a)feu/w

English (LSJ)

aor. 1
A ἄφευσα Semon. (v. infr.), Ar.Th.590: pf. part. Pass. ἠφευμένος A.Fr.310: aor. part. ἀφευθείς Suid.:—singe off, ἀφεύων τὴν.. τρίχα Ar.Ec.13: abs., singe clear of hair, Id.Th.216, al.:—Pass., καλῶς ἠφευμένος ὁ χοῖρος well singed, A. l. c.
2 toast, roast, κρέα Semon.24; φασήλους Ar.Pax1144.

Spanish (DGE)

• Morfología: [jón. aor. ἀπεῦσα Semon.22]
quemar, chamuscar<ὗν> ἀπεῦσα asé el cerdo Semon.l.c., τὴν τρίχα Ar.Ec.13, τὰ κάτω (del pelo de la barba), Ar.Th.216, ἀφηῦσεν αὐτόν Ar.Th.590, ἀνίστασ', ἵν' ἀφεύσω σε Ar.Th.236, cf. Poll.6.91
en v. pas. καλῶς ἠφευμένος ὁ χοῖρος el cerdo está bien chamuscado A.Fr.310.

German (Pape)

[Seite 409] absengen, abbrennen, τρίχα Ar. Eccl. 13, vgl. Th. 216. 236; χοῖρος καλῶς ἠφευμένος Aesch. frg. 320; absieden, kochen, Ar. Pax 1110 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

1 allumer, brûler ; particul. flamber (un animal);
2 faire cuire.
Étymologie: ἀπό, εὕω.

Russian (Dvoretsky)

ἀφεύω:
1 обжигать, опалять (τρίχα Arph.; χοῖρος ἠφευμένος Aesch.);
2 поджаривать (τών φασήλων τρεῖς χοίνικας Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφεύω: ἀόρ. α΄ ἄφευσα (ἄνευ αὐξήσεως) Σιμων. Παρ’ Ἀθην. 659F, Ἀριστοφ. Θεσμ. 590· ἀλλὰ μετοχ. παθ. πρκμ. ἠφευμένος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321· ἀόρ. μετοχ. ἀφευθεὶς Σουΐδ.: ― Ἀποκαίω, περιφλέγω, «καψαλίζω», «τσουρουφλίζω», ἀφεύων την... τρίχα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 13· ἀπολ., ἀποκαίω ἐντελῶς τὴν τρίχα μέχρις ἐξαλείψεως αὐτῆς, μέχρι ῥίζης, συνάπτεται δὲ μετὰ τοῦ ἀποξυρεῖν, τίλλειν, ὁ αὐτ. Θεσμ. 216, 236, 590. ― Παθ., καλῶς ἠφευμένος ὁ χοῖρος, καλῶς καψαλισμένος, Αἰσχύλ. ἔνθ' ἀνωτ. 2) φρύγω πυρί, ὀπτῶ, κρέα Σιμων. Ἰαμβ. 22· φασήλους Ἀριστοφ. Εἰρ. 1144.

Greek Monolingual

ἀφεύω (Α)
1. καψαλίζω, τσουρουφλίζω
2. καίω εντελώς, ως τη ρίζα
3. ψήνω, μαγειρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + εύω «καψαλίζω»].

Greek Monotonic

ἀφεύω: αόρ. αʹ ἄφ-ευσα·
1. καψαλίζω, σε Αριστοφ.
2. τηγανίζω, ψήνω, στον ίδ.

Middle Liddell

1. to singe off, Ar.
2. to fry, toast, Ar.