ἀφραδέω
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
only in pres., to be senseless, behave thoughtlessly, σοὶ.. μαχήσομαι ἀφραδέοντι Il.9.32; αἰεὶ γάρ τε νεώτεροι ἀφραδέουσι Od.7.294.
Spanish (DGE)
(ἀφρᾰδέω)
ser imprudente, insensato σοὶ πρῶτα μαχήσομαι ἀφραδέοντι Il.9.32, αἰεὶ γάρ τε νεώτεροι ἀφραδέουσιν Od.7.294, ὑμεῖς ἀφραδέοντες ἐλέγχετε κέντορι μύθῳ Nonn.Par.Eu.Io.8.49, πάντες χαίρετε ἀφραδέοντες Q.S.12.545.
German (Pape)
[Seite 414] unüberlegt handeln, Il. 9, 32 Od. 7, 294.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
agir en insensé.
Étymologie: ἀφραδής.
Russian (Dvoretsky)
ἀφρᾰδέω: говорить или поступать безрассудно, безумствовать Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφραδέω: μόνον κατ’ ἐνεστ., εἶμαι ἀσύνετος, φέρομαι ἀπερισκέπτως, Ἀτρεΐδη, σοὶ πρῶτα μαχήσομαι ἀφραδέοντι, «ἀσυνετοῦντι» (Σχόλ.) Ἰλ. Ι. 32· αἰεὶ γὰρ τε νεώτεροι ἀφραδέουσι Ὀδ. Η. 294.
English (Autenrieth)
be foolish.
Greek Monolingual
ἀφραδέω αφραδής
(μόνο στον ενεστ.) είμαι ανόητος, φέρομαι απερίσκεπτα, αστόχαστα.
Greek Monotonic
ἀφρᾰδέω: μόνο σε ενεστ., είμαι παράλογος, ενεργώ απερίσκεπτα, σε Όμηρ.
Middle Liddell
[From ἀφραδής only in present
to be senseless, act thoughtlessly, Hom.