ἁμάξοικος

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμάξοικος Medium diacritics: ἁμάξοικος Low diacritics: αμάξοικος Capitals: ΑΜΑΞΟΙΚΟΣ
Transliteration A: hamáxoikos Transliteration B: hamaxoikos Transliteration C: amaksoikos Beta Code: a(ma/coikos

English (LSJ)

ἁμάξοικον, dwelling in a wagon, Str.7.3.2, 11.2.1.

Spanish (DGE)

-ον
1 que vive en carromatos Σκύθαι Str.7.3.2, 11.2.1.
2 como n. pr. οἱ ἁμάξοικοι = hamaxecos e.d. «gente que vive en carros», escitas que habitaban en el territorio comprendido entre el Borístenes (Dnieper) y el Tanais (Don), Str.7.2.4, 7.3.7.

German (Pape)

[Seite 116] auf Wagen wohnend, Strab.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui habite dans un chariot.
Étymologie: ἅμαξα, οἰκέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμάξοικος: -ον, ὁ ἔχων ὡς οἰκίαν ἅμαξαν, ὁ κατοικῶν ἐν ἁμάξῃ, Στράβ. 296. 492.

Greek Monolingual

ἁμάξοικος, -ον (Α)
αυτός που κατοικεί σε άμαξα, ο αμαξόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -οἶκος < οἶκος.

Greek Monotonic

ἁμάξοικος: -ον, αυτός που διαμένει στην άμαξα, σε Στράβ.

Middle Liddell

dwelling in a wagon, Strab.