ἁπερεί
From LSJ
English (LSJ)
Adv. = ὡσπερεί, from ἅπερ, S.El.189(lyr.).
Spanish (DGE)
adv. como ἁ. τις ἔποικος ἀναξία S.El.189.
German (Pape)
[Seite 287] = ὡσπερεί, Soph. El. 182.
French (Bailly abrégé)
conj.
comme si, comme.
Étymologie: ἅπερ, εἰ.
Russian (Dvoretsky)
ἁπερεί: Soph. = ὡσπερεί.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπερεί: ἐπίρρ. = ὡσπερεί, ἐκ τοῦ ἅπερ, Σοφ. Ἠλ. 189.
Greek Monolingual
ἁπερεί επίρρ. (Α)
βλ. ωσπερεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άπερ (πληθ. ουδ. της αναφ. αντων. όσπερ, ήπερ, όπερ) + ει (υποθ. σύνδ.)].
Greek Monotonic
ἁπερεί: επίρρ. (ἅπερ, εἰ) = ὡσπερεί, σε Σοφ.